Όνομα
|
ΗΠΑΡΙΝΗ
|
Χημική ουσία
|
HEPARIN
|
Μορφή
|
inject.solution 5.000 iu/0.2 ml-amp, 5000 iu/5 ml-amp, 12.500 iu/0.5 ml-amp, 20.000 iu/0.8 ml-amp, 25.000 iu/5 ml-vial, 50 iu/5 ml-amp, 20000 iu/20 ml-vial
|
Δράση
|
- Αντιπηκτική δράση μέσω της σύνδεσής με την αντιθρομβίνη ΙΙΙ επιταχύνοντας δραστικά την ικανότητα της τελευταίας να αδρανοποιεί την θρομβίνη και άλλες πρωτεΐνες της πήξεως όπως οι παράγοντες Χα, ΙΧα, ΧΙα, ΧIΙα.
- H αντιπηκτική δράση της ηπαρίνης αρχίζει γρήγορα αλλά έχει βραχεία διάρκεια.
- Χρόνος ημιζωής, 60 -90 λεπτά.
- Οι χαμηλού μοριακού βάρους (XMB) ηπαρίνες έχουν μεγαλύτερη περίοδο δράσης.
- Άλλες: αντιαιμοπεταλιακή, αναστολή πολλαπλασιασμού λείων μυικών ινών και αύξηση σκελετικών, αύξηση διαπερατότητας των αγγείων, ρύθμιση αγγειογένεσης, καταστολή του σχηματισμού οστεοβλαστών– ενεργοποίηση οστεοκλαστών, ενεργοποίηση λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, διεγερτική της μετανάστευσης των λευκοκυττάρων, αντιαθηρωματική
- Δεν διαπερνά τον πλακούντα.
|
Δοσολογία
|
- Θεραπεία εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και πνευμονικής εμβολής: Συνεχής ενδοφλέβια χορήγηση: Δόση φόρτισης 5000-10000 iu και στη συνέχεια 20.000-30.000 iu/24ωρο, σε 6 ημερήσιες δόσεις ή σε συνεχή στάγδην έγχυση.
- Υποδορίως: 5-15.000 iu κάθε 12 ώρες μέχρι να γίνει περιπατητικός ο άρρωστος.
- Στην ασταθή στηθάγχη και στην οξεία περιφερική αρτηριακή απόφραξη η χορήγηση της ηπαρίνης γίνεται όπως και στην εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση.
- Συνήθως ενδονοσοκομειακά για οξείες καταστάσεις και μικρό χρονικό διάστημα.
|
Στόχος
|
- Το APTT να διατηρείται 1.5-2.5 φορές από εκείνον που υπήρχε, πριν χορηγηθεί η ηπαρίνη.
- Προσοχή: > 100'' κίνδυνος αιμορραγίας.
|
Έλεγχος
|
- Καθημερινή μέτρηση του ΑPTT (φ.τ. 25'' - 40'')
(χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης).
|
Αντιστροφή δράσης
|
- Εάν εμφανισθεί αιμορραγία, αρκεί συνήθως η διακοπή του φαρμάκου.
- Πρωταμίνη: αν η κατάσταση επείγει, μπορούν να χρησιμοποιηθεί σε δόση 1mg/100 μονάδες ηπαρίνης που είναι να εξουδετερωθεί. Αναστρέφει μερικώς τη δράση των ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους. Παρενέργειες: πνευμονική υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια και αναφυλακτικές αντιδράσεις.
- Αιμοπεταλιακός παράγοντας 4 (PF-4): σχηματίζει με την ηπαρίνη ένα σύμπλεγμα εμποδίζοντας τη δράση της.
|
Ενδείξεις
|
Θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών (αναστολή επέκτασης της θρόμβωσης και μείωση της πιθανότητας πνευμονικής εμβολής). Πνευμονική εμβολή. Προφύλαξη από μετεγχειρητική θρόμβωση, μερικές περιπτώσεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης, εξωσωματική κυκλοφορία, αιμοκάθαρση. Ασταθής στηθάγχη, μη θρομβολυμένο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Διατήρηση της βατότητας συσκευών εγχύσεως που θα παραμείνουν άνω των 48 ωρών.
|
Αντενδείξεις
|
Υπερευαισθησία στο φάρμακο, ενεργός αιμορραγία και αιμορραγικές παθήσεις, αιμορροφιλία, θρομβοπενία, ενεργό πεπτικό έλκος, μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα, ενεργός φυματίωση, βαριά υπέρταση, απειλούμενη έκτρωση, εγκεφαλικό και διαχωριστικό ανεύρυσμα αορτής. Επίσης, δεν πρέπει να χορηγείται μετά από χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο, οφθαλμό και νωτιαίο μυελό και σε αρρώστους στους οποίους γίνεται οσφυονωτιαία παρακέντηση. Βαριά ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια.
|
Παρενέργειες
|
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας μέχρι αναφυλακτική καταπληξία, αιμορραγική διάθεση και αιμορραγίες, θρομβοπενία. Όψιμη παροδική αλωπεκία, αίσθημα καύσου στα πόδια, τοπικός ερεθισμός, πόνος, νέκρωση δέρματος και αιμάτωμα σε ενδομυική χορήγηση αλλά και μετά υποδόρια ένεση. Θρομβοεμβολικά επεισόδια μπορεί να είναι αποτέλεσμα της θεραπείας με ηπαρίνη. Υπερκαλιαιμία από αναστολή έκκρισης της αλδοστερόνης.
Προσοχή στη χορήγηση:
Σε αρρώστους με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Σε κύηση και λοχεία, αν και το φάρμακο δεν διέρχεται τον πλακούντα και δεν απεκκρίνεται με το γάλα. Να αποφεύγεται η ενδομυική χορήγηση. Σοβαρές αιμορραγίες συμβαίνουν και με χαμηλές δόσεις ηπαρίνης. Εξαιτίας της πιθανότητας θρομβοκυτοπενίας έχει προταθεί η μέτρηση του αριθμού των αιμοπεταλίων σε ασθενείς που θεραπεύονται με ηπαρίνη για διάστημα μακρότερο των 5 ημερών και η άμεση διακοπή του φαρμάκου στους ασθενείς που αναπτύσσουν θρομβοκυτοπενία. Εναλλακτικές θεραπείες για τους ασθενείς αυτούς είναι οι ηπαρίνες XMB (μολονότι διασταυρούμενη ευαισθησία μπορεί να παρατηρηθεί), η βαρφαρίνη και η εποπροστενόλη.
|
- HIT - Θρομβοκυτοπενία: Κλινικά σημαντική θρομβοκυτοπενία (>50%) είναι ανοσολογικής αρχής και αναπτύσσεται μετά από 6-10 μέρες. Μπορεί να επιπλακεί από θρομβωτικά επεισόδια.
- Δοκιμασίες:
- SRA (serotonin release assay) Τεστ απελευθέρωσης σεροτονίνης. Ευαίσθητη και με μεγάλη ειδικότητα (>90%).
- PAT (Platelet aggregation test) Έλεγχος συσσώρευσης αιμοπεταλίων. Πολύ αξιόπιστη.
- ΗPIA.ELISA (Ανοσοενζυμική μέθοδος) Πολύ αξιόπιστη.
- ID-PaGIA (particle gel immunoassay) Τεστ συγκολλήσεων σε
γέλη. Απλή και γρήγορη, όχι πολύ αξιόπιστη.
- Κυτταρομετρία ροης. Πολύ αξιόπιστη.
- Ανιμετώπιση:
- Άμεση διακοπή της ηπαρίνης.
- Επιλογή εναλλακτικής αντιθρομβωτικής
- αγωγής.
- ΌΧΙ χορήγηση κουμαρινικών.
- ΌΧΙ χορήγηση αιμοπεταλίων.
- Εργαστηριακός έλεγχος για αντισώματα.
- Ακτινολογικός έλεγχος για DVT.
|
Αλληλεπιδράσεις
|
Η αντιπηκτική δράση ενισχύεται με τα αντιπηκτικά από το στόμα, ακετυλοσαλικυλικό οξύ και διπυριδαμόλη. Ελαττώνεται με καρδιακές γλυκοσίδες, τετρακυκλίνη, νικοτίνη και αντιισταμινικά.
|