Innohep

 

Όνομα

INNOHEP

Χημική ουσία

ΤΙΝΖΑΠΑΡΙΝΗ ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ

Μορφή

inject. solution 3.500 iu/0.3 ml, 4.500 iu/0.45 ml, 10.000 iu/0.5 ml, 14.000 iu/0.7 ml, 18.000 iu/0.9 ml, 20.000 iu/2 ml, 40000 iu/2 ml-vial

Δράση

  • Απώλεια αντιθρομβινικής δράσης, αλλά διατήρηση της αντι-Χα δράσης.
  • Οι χαμηλού μοριακού βάρους (XMB) ηπαρίνες έχουν μεγαλύτερη περίοδο δράσης από τις μεγάλου μοριακού βάρους ηπαρίνες
  • Χρόνος ημιζωής 2,5-6 ώρες.
  • Δεν διαπερνά τον πλακούντα.

Δοσολογία

  • Γενική χειρουργική: μια ένεση 0.3 ml (3.500 iu) υποδορίως, 1-2 ώρες πριν από το χειρουργείο και μετά μια ημερησίως για 7 ημέρες.
  • Σε ορθοπεδικές περιπτώσεις, ανάλογα με το σωματικό βάρος 2.500-4.500 iu 2 ώρες πριν από το χειρουργείο και μετά κάθε 24 ώρες για 7-10 ημέρες.
  • Αντιπηκτική αγωγή αρχίζει συνήθως με ηπαρίνες και σύγχρονη χορήγηση αντιπηκτικών από το στόμα, π.χ. βαρφαρίνης.
  • Όταν επιτευχθεί ο κατάλληλος χρόνος προθρομβίνης, η αγωγή συνεχίζεται μόνο με αντιπηκτικά από το στόμα.

Στόχος

  • Το APTT  να διατηρείται 1.5-2.5 φορές από εκείνον που υπήρχε, πριν χορηγηθεί η ηπαρίνη.
  • Προσοχή: > 100'' κίνδυνος αιμορραγίας.

Έλεγχος

  • Μέτρηση του ΑPTT  (φ.τ. 25'' - 40'')
    (χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης).
  • Σε απουσία επιβαρυντικών παραγόντων δεν απαιτείται παρακολούθηση της πηκτικότητας με τις ειδικές δοκιμασίες.

Αντιστροφή δράσης

  • Εάν εμφανισθεί αιμορραγία, αρκεί συνήθως η διακοπή του φαρμάκου.
  • Πρωταμίνη: αν η κατάσταση επείγει, μπορούν να χρησιμοποιηθεί  σε δόση 1mg/100 μονάδες ηπαρίνης που είναι να εξουδετερωθεί. Αναστρέφει μερικώς τη δράση των ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους. Παρενέργειες: πνευμονική υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια και αναφυλακτικές αντιδράσεις.
  • Αιμοπεταλιακός παράγοντας 4 (PF-4):  σχηματίζει με την ηπαρίνη ένα σύμπλεγμα εμποδίζοντας τη δράση της.

Ενδείξεις

Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ηπαρίνες XMB είναι εξίσου δραστικές και ασφαλείς με την ηπαρίνη στην πρόληψη των εν τω βάθει θρομβώσεων. Στην ορθοπεδική πιθανώς είναι και πιο δραστικές. Έχουν μεγαλύτερη διάρκεια δράσης και χορηγούνται υποδορίως μια φορά την ημέρα. Η καθιερωμένη δόση για προφύλαξη δεν απαιτεί εργαστηριακή παρακολούθηση. Η δράση τους μερικώς μόνο διορθώνεται με τη θειϊκή πρωταμίνη. Οι κύριες ενδείξεις τους είναι η πρόληψη των φλεβικών θρομβώσεων και γενικώς των θρομβοεμβολικών επιπλοκών. Επίσης, η πρόληψη της δημιουργίας πηγμάτων στην εξωσωματική κυκλοφορία κατά την αιμοκάθαρση καθώς και η αντιμετώπιση της ασταθούς στηθάγχης και του μη διατοιχωματικού (non Q) εμφράγματος του μυοκαρδίου.

Αντενδείξεις

Σοβαρές διαταραχές της πηκτικότητας με εξαίρεση τη διάχυτη ενδαγγειακή πήξη. Ιστορικό εγκεφαλικής αιμορραγίας. Μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, ενεργό πεπτικό έλκος, υπερευαισθησία στο φάρμακο.

Προσοχή στη χορήγηση:
Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Σε προηγηθείσα θρομβοπενία από την ίδια ή άλλη ηπαρίνη. Σε περιπτώσεις βλαβών που κινδυνεύουν να αιμορραγήσουν (π.χ. έλκος). Σε πρόσφατη εγχείρηση στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό.

Παρενέργειες

Αιμορραγία, ιδιαίτερα αν συνυπάρχει και άλλος επιβαρυντικός παράγοντας, θρομβοπενία, τοπική νέκρωση του δέρματος, αλλεργικές εκδηλώσεις, αύξηση τρανσαμινασών. Σπανιότερη εμφάνιση του ΗΙΤ.

Αλληλεπιδράσεις

Η ταυτόχρονη χορήγηση ασπιρίνης, μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών, τικλοπιδίνης, αντιπηκτικών από του στόματος, αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγιών καθώς και τον ανάλογο κίνδυνο από κορτικοθεραπεία.